Από το 2019 και εντεύθεν, ζούμε ένα καθεστώς «βίαιης και αναγκαστικής» ηλεκτρονικής προσαρμογής στο ελληνικό οικονομικό περιβάλλον. Στην αρχή με τα mydata, στην συνέχεια με την ηλεκτρονική τιμολόγηση και τώρα με την ψηφιακή διακίνηση. Και το εγχείρημα αυτό δεν αφορά τις επιχειρήσεις που λόγω μεγέθους και οργάνωσης έχουν την δυνατότητα να μεταβούν σε ένα μεταγενέστερο ηλεκτρονικό εκσυγχρονισμό, αλλά και το μεγάλο πλήθος των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, που γι αυτές και στην παρούσα συγκυρία, τέτοια εγχειρήματα είναι οικονομικά ασύμφορα. Και όλα αυτά με το επιχείρημα της πάταξης της φοροδιαφυγής, όταν ακόμη και σήμερα που μιλάμε, η ελληνική πολιτεία δεν έχει φροντίσει να έχει πίσω της ένα αξιόπιστο εσωτερικό ελεγκτικό σύστημα (όπως όλες οι άλλες χώρες της ΕΕ και του ανεπτυγμένων χωρών), εκμεταλλευόμενη τουλάχιστον την διασύνδεση των δικών της ευρύτερων υπηρεσιών. Το νομικό υπόβαθρο υπήρχε, οι τεχνικές δυνατότητες υπήρχαν και παρόλα αυτά η ελληνική πολιτεία ανέβαλε συνεχώς αυτήν την στοιχειώδη ελεγκτική της υποχρέωση.

Ας δούμε λοιπόν τι επιχειρείται, αναλύοντας το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, την σκοπιμότητα και την νομιμότητα των μέτρων που επιβάλλονται και ξεκινώντας από την γενική σύνοψη των φορολογικών νόμων (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ, ΚΔΔ) με τις νεότερες παρεμβάσεις μέσω αυτών.

Ν. 4172/2013 (ΚΦΕ). Είναι ο νόμος που ρυθμίζει κάθε θέμα σχετικά με την φορολογία εισοδήματος. Από τις δαπάνες που εκπίπτουν μέχρι και το περιεχόμενο και την υποβολή της δήλωσης. Όλα αυτά τα δεδομένα προκύπτουν αποκλειστικώς από το περιεχόμενο των βιβλίων των επιχειρήσεων.

Ν. 2859/2000 νυν ν. 5144/2024 (ΦΠΑ). Είναι ο νόμος που ρυθμίζει κάθε θέμα σχετικά με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Από τις δαπάνες με δικαίωμα έκπτωσης ή όχι και τον φόρο που εκπίπτει μέχρι και το περιεχόμενο και την υποβολή της δήλωσης. Όλα αυτά τα δεδομένα προκύπτουν αποκλειστικώς από το περιεχόμενο των βιβλίων των επιχειρήσεων.

Ν. 4308/2014 (ΕΛΠ). Είναι ο νόμος που ρυθμίζει κάθε θέμα σχετικά με τα υποχρεωτικώς τηρούμενα βιβλία και τα εκδιδόμενα στοιχεία των επιχειρήσεων. Όλα τα δηλωτικά συνακόλουθα των Ν. 4172/2013 & Ν. 2859/2000 προκύπτουν αποκλειστικώς από το περιεχόμενο των βιβλίων των επιχειρήσεων βάσει του παρόντος νόμου.

Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) & επακόλουθοι (Ν. 4987/2022 & 5104/2024). Είναι ο νόμος που ορίζει τις φορολογικές υποχρεώσεις των προαναφερθέντων νόμων (ΚΦΕ & ΦΠΑ) και καθορίζει την διαδικασία είσπραξης αυτών, καθώς και ο νόμος που ορίζει τις επιπτώσεις εκπρόθεσμων δηλωτικών υποχρεώσεων των προαναφερθέντων νόμων και των αποτελεσμάτων ελέγχου βάσει αυτών. Είναι με λίγα λόγια ο νόμος που ΕΠΕΤΑΙ των Ν. 4172/2013, Ν. 2859/2000 & Ν. 4308/2014 και σε καμία περίπτωση ο νόμος που μπορεί να επέμβει στο ουσιαστικό περιεχόμενο αυτών ή να ΠΡΟΗΓΕΙΘΕΙ αυτών. Αυτό είναι το φορολογικώς, νομοθετικώς και συνταγματικώς ορθό.

Κατά σύνοψη δηλαδή, ο Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) & επακόλουθοι (Ν. 4987/2022 & 5104/2024),

→ Δεν μπορεί να αλλοιώσει το περιεχόμενο των δηλωτικών υποχρεώσεων των Ν. 4172/2013 & Ν. 2859/2000 (εμπροθέσμως ή εκπροθέσμως προ ελέγχου), το οποίο προκύπτει αποκλειστικώς από το περιεχόμενο των υποχρεωτικώς τηρούμενων βιβλίων του Ν. 4308/2014.

→ Δεν μπορεί να αμφισβητήσει (προ ελέγχου) το περιεχόμενο των υποχρεωτικώς τηρούμενων βιβλίων βάσει του Ν. 4308/2014.

→ Δεν μπορεί να αλλοιώσει ή να αλλάξει τις ημερομηνίες υποβολής των δηλωτικών υποχρεώσεων, τις ημερομηνίες ενημέρωσης των υποχρεωτικώς τηρούμενων βιβλίων και φυσικά τον χρόνο – τρόπο και περιεχόμενο των εκδιδόμενων στοιχείων, τα οποία ρυθμίζουν αποκλειστικά οι Ν. 4308/2014, Ν. 4172/2013 & Ν. 2859/2000.

→ Δεν μπορεί να ζητήσει, ακόμη και πληροφοριακά, τίποτα πριν την εμπροθέσμως επίσημη ενημέρωση των βιβλίων βάσει του Ν.4308/2014, δηλαδή, δεν μπορεί να ασκεί ΠΡΟΕΛΕΓΧΟ πριν την επίσημη ενημέρωση των υποχρεωτικώς τηρούμενων βιβλίων (εκτός φυσικά της περίπτωσης έκδοσης εντολής προληπτικού ελέγχου).

Από τον Δεκέμβριο του έτους 2019 και συγκεκριμένα με τον ν. 4646/2019 (ΦΕΚ Α’ 201/12-12-2019), άρχισαν οι πρώτες παρεμβάσεις μέσω του ΚΦΔ στο ουσιαστικό περιεχόμενο των βασικών φορολογικών νόμων. Οι παρεμβάσεις αυτές επήλθαν μέσω προσθήκης του νέου άρθρου 15Α στον ΚΦΔ και συνεχίστηκαν με τροποποιήσεις του μέχρι και την σημερινή του μορφή (ως άρθρο 16 ν. 5104/2024 & άρθρο 83 ν. 5104/2024 παρ.15-16).

Ας δούμε λοιπόν την νομοθετική εξέλιξη του άρθρου 15Α χάριν της επιχειρούμενης ανάλυσης.

Άρθρο 15Α. Ν. 4174/2013 (Όπως ίσχυσε ως είχε και με τον ν. 4987/2022 έως τον ν. 5073/2023 (ΦΕΚ Α’ 204/11-12-2023).

Υποχρεωτική ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών
1. Οι οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251) υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων-στοιχείων ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών, των τηρούμενων λογιστικών αρχείων-βιβλίων, των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, των φορολογικών μνημών και των αρχείων που δημιουργούν οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί.

2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται ο χρόνος διαβίβασης, η έκταση εφαρμογής, οι εξαιρέσεις, οι ειδικότερες υποχρεώσεις των οντοτήτων της παραγράφου 1, καθώς και κάθε άλλο θέμα, διαδικασίες και λεπτομέρειες για την εφαρμογή των υποχρεώσεων των οντοτήτων της παραγράφου 1.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Το άρθρο 15Α τέθηκε όπως προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 30 του ν. 4646/2019 (ΦΕΚ Α’ 201/12-12-2019) και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από 12/12/2019, σύμφωνα με το άρθρο 86 του ιδίου νόμου.

 

Άρθρο 15Α. Ν. 4987/2022 με τον ν. 5073/2023 (ΦΕΚ Α’ 204/11-12-2023) πριν και μετά όπως ισχύει ως Άρθρο 16 ν. 5104/2024 οι παρ. 1,2 & Άρθρο 83 παρ.15 &16 ν. 5104/2024 οι παρ. 3, 4).

Υποχρεωτική ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών

1. Οι οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων στοιχείων ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών, των τηρούμενων λογιστικών αρχείων βιβλίων, των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, των φορολογικών μνημών και των αρχείων που δημιουργούν οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί.

2. Η αξία των φορολογητέων πράξεων και των εσόδων που λαμβάνεται υπόψη από τη Φορολογική Διοίκηση για τον προσδιορισμό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και του φόρου εισοδήματος για κάθε οντότητα δεν δύναται να υπολείπεται αυτών που προκύπτουν από τα παραστατικά που έχουν διαβιβασθεί ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ σύμφωνα με την παρ. 1. Εκπτώσεις φόρων και δαπάνες προς έκπτωση δεν λαμβάνονται υπόψη, αν τα παραστατικά στα οποία στηρίζονται δεν έχουν διαβιβασθεί ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ, σύμφωνα με την παρ. 1.

3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών μετά από εισήγηση του Διοικητή ορίζονται:
α) Ο χρόνος διαβίβασης, η έκταση εφαρμογής, οι ειδικότερες υποχρεώσεις των οντοτήτων της παρ. 1 και οι εξαιρέσεις από την εφαρμογή της διάταξης για κλάδους δραστηριοτήτων, για όσο χρόνο οι αντίστοιχες επιχειρήσεις δεν διαθέτουν μηχανοργάνωση που επιτρέπει την ηλεκτρονική τήρηση και διαβίβαση δεδομένων και
β) η έναρξη εφαρμογής της παρ. 2, οι εξαιρέσεις από την εφαρμογή της παρ. 2 και τα όρια ανεκτών αποκλίσεων από τον περιορισμό της παρ. 2 ως προς την αξία των φορολογητέων πράξεων και εσόδων που λαμβάνονται υπόψη από τη Φορολογική Διοίκηση, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν το τριάντα τοις εκατό (30%) της αξίας των παραστατικών που έχουν διαβιβασθεί ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ, σύμφωνα με την παρ. 1.

4. Με απόφαση του Διοικητή ορίζονται οι διαδικασίες και οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή των υποχρεώσεων των οντοτήτων της παρ. 1.

Με βάση τις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις, ας δούμε περιληπτικά τι επακόλουθα έχουμε.

Α. Τι παράγουν οι ως άνω νομοθετικές διατάξεις.

Η παράγραφος 1, η οποία παραμένει διαχρονικά, είναι ουσιαστικά το άρθρο 14 που υπήρχε στον αρχικό νόμο μέχρι την κατάργηση του με τον ν. 5104/2024, δηλαδή οι παλιές ΜΥΦ. Το δε άρθρο 15 Α ψηφίστηκε ουσιαστικά για να καταργηθεί το άρθρο 14 του ιδίου νόμου, λόγων των αλλαγών από ΚΒΣ σε ΕΛΠ και ΓΓΔΕ σε ΑΑΔΕ.

Η παράγραφος 2 (ΠΑΛΑΙΑ ν. 4174/2013), είναι ουσιαστικά αυτή που επικαλύπτει την νομοθετική «αυθαιρεσία» του Υπουργείου Οικονομικών και της ΑΑΔΕ με την έκδοση της Α.1138/2020. Στην πρώτη της μορφή η παράγραφος αυτή δεν περιείχε το ζήτημα των αποκλίσεων, ήταν όμως η παράγραφος που δημιούργησε τα γνωστά mydata (τα λεγόμενα δεύτερα – ηλεκτρονικά βιβλία) χωρίς να έχει τέτοια εξουσιοδοτική διάταξη (δεν προκύπτει ούτε υπονοείται από την ρητή διατύπωση του νόμου).

Η παράγραφος 2 (ΝΕΑ ν. 4987/2022 και μετά), είναι ουσιαστικά αυτή που καταργεί την ουσία του ΚΦΕ (Ν. 4172/2013) του ΦΠΑ (Ν. 2859/2000) και των ΕΛΠ (Ν. 4308/2014). Πως είναι δυνατόν να γίνεται ευθεία επέμβαση στο ουσιαστικό περιεχόμενο των νόμων αυτών και να εκπίπτει αναλόγως, όχι τι έχει ληφθεί και καταχωρηθεί στα υποχρεωτικώς τηρούμενα βιβλία των επιχειρήσεων και βάσει των διατάξεων των νόμων αυτών, αλλά τι έχει διαβιβαστεί στην ΑΑΔΕ, αυτό είναι αδιανόητο. Και αυτό, ενώ ουσιαστικά σημαίνει την κατάργηση των βιβλίων, όμως οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να είναι υποχρεωμένες να τηρούν τα βιβλία τους και να ελέγχονται βάσει αυτών των νόμων (Α.1020/2024 & Α.1108/2024). Η ελληνική παραδοξότητα.

 

Β. Τι επιδιώκουν οι Α.1138/2020 & Α.1020/2024 (& Α.1108/2024).

→ Απαιτούν την ενημέρωση των «δεύτερων ηλεκτρονικών βιβλίων» της ΑΑΔΕ άμεσα (την ίδια ημέρα ή έως την επόμενη) με την έκδοση των στοιχείων και πριν τον χρόνο της εμπρόθεσμης ενημέρωσης των επισήμως νομοθετημένων βιβλίων των επιχειρήσεων (επέμβαση στα ΕΛΠ – Α.1138/2020).

→ Απαιτούν (σε αρκετές περιπτώσεις) τρόπο έκδοσης – συμπλήρωσης – διόρθωσης των εκδιδόμενων στοιχείων για λόγους των δεύτερων ηλεκτρονικών βιβλίων, διαφορετικό από τον επίσημο και υποχρεωτικώς νομοθετικά θεσμοθετημένο (επέμβαση στα ΕΛΠ – Α.1138/2020).

→ Υποδεικνύουν και επιβάλλουν υποχρεωτικώς δηλωτική υποχρέωση βάσει διαβιβαζόμενων πληροφοριακών στοιχείων, αντί δήλωσης βάσει δεδομένων υποχρεωτικώς τηρούμενων βιβλίων (επέμβαση σε ΚΦΕ & ΦΠΑ – Α.1108/2024).

→ Καταργούν την ουσία της νομοθετημένης φορολογικής έκπτωσης με την εισαγωγή της τυπικής διαδικασίας της διαβίβασης στα δεύτερα ηλεκτρονικά βιβλία (επέμβαση σε ΚΦΕ – ΦΠΑ – ΕΛΠ, Α.1108/2024).

→ Επιβάλλουν πλήρη και ασφυκτικό έλεγχο στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, από την στιγμή που οι διατάξεις των ως άνω αποφάσεων καταλαμβάνουν την συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, κατάσταση που οδηγεί στην ΠΛΗΡΗ ΧΕΙΡΑΓΩΣΗΣΗ της οικονομίας, πράγμα αδιανόητο και ανεπίτρεπτο για την δυτική δημοκρατία.

 

Γ. Ποιες είναι οι επιπτώσεις των παραπάνω στις επιχειρήσεις και στους λογιστές.

Οι επιχειρήσεις είναι πλήρως εξαρτημένες από τις εταιρείες λογισμικού προκειμένου να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των ηλεκτρονικών βιβλίων, πλέον των νομοθετικών τους υποχρεώσεων για την τήρηση των νομίμως θεσμοθετημένων βιβλίων. Οι επιχειρήσεις επίσης που δεν είχαν καμία υποχρέωση αλλά και ούτε ανάγκη μηχανογράφησης (λόγω μεγέθους), αναγκάζονται να προβούν σε επιπλέον έξοδα μηχανογραφικής υποστήριξης. Τα λογισμικά προγράμματα που εξυπηρετούσαν πλήρως τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων βάσει των ΕΛΠ, θα πρέπει να προσαρμοστούν πλήρως στις απαιτήσεις των ηλεκτρονικών βιβλίων αδιαφορώντας για τις υποχρεωτικές αρχές των ΕΛΠ.

Οι λογιστές είναι «υποχρεωμένοι» να ελέγχουν την συμφωνία βιβλίων ΕΛΠ και ηλεκτρονικών με τις όποιες χιλιάδες ιδιαιτερότητες καταχώρησης και ασυμφωνίας (αφού αφορούν το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων) με την συνεχιζόμενη στο διηνεκές παρακολούθηση των ατέρμονων επεξηγηματικών εγκυκλίων της ΑΑΔΕ και του ΥΟ, όταν η κατά νόμον υποχρέωση τους είναι η τήρηση και ενημέρωση των νομοθετικώς κατοχυρωμένων επίσημων βιβλίων των επιχειρήσεων και η εξαγωγή των δηλωτικών τους υποχρεώσεων βάσει αυτών.

Δ. Τι ισχύει νομοθετικά στην ΕΕ και τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι επιχειρούμενες αλλαγές στο ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι πέραν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών οδηγιών για το τι εκπίπτει στην φορολογία εισοδήματος και ειδικότερα στον ΦΠΑ. Ειδικά για τον Ν. 2859/2000 (ΦΠΑ) ο οποίος βασίζεται σε εφαρμογή ευρωπαϊκής οδηγίας, το ουσιώδες είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο των εκδιδόμενων παραστατικών που καθορίζουν την σκοπιμότητα και το δικαίωμα έκπτωσης για την κάθε συναλλαγή και σε καμία περίπτωση η όποια διαβίβαση του σε οποιαδήποτε πληροφοριακή βάση δεδομένων. Με λίγα λόγια, αν η συζητούμενη νομοθετική ρύθμιση του ΚΦΔ είχε περιληφθεί στον Ν. 2859/2000 (ως νομικά όφειλε), η φορολογική αρχή θα ήταν πλήρως εκτεθειμένη και σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή οδηγία για τον ΦΠΑ.

Επιπλέον, οι όποιες νέες τεχνικές εισάγονται στην ΕΕ περί ηλεκτρονικής τιμολόγησης κλπ, στόχο έχουν να διασφαλιστεί η μοναδικότητα των εκδιδόμενων παραστατικών, ώστε εάν και εφ’ όσον χρειαστεί σε περίπτωση μεταγενέστερου ελέγχου να μην μπορούν αυτά να παραποιηθούν. Και συζητάμε φυσικά στην ΕΕ για στοχευμένη εφαρμογή σε ειδικές περιπτώσεις και μεγάλες απαλλαγές για μικρές επιχειρήσεις που ούτε κατά διάνοια υπάρχουν στην χώρα μας.

Φυσικά δεν συζητάμε για τον υπόλοιπο κόσμο, όπου αυτά που νομοθετούνται στην χώρα μας είναι πέραν πάσης λογικής και οικονομικής φιλοσοφίας.

Ε. Τι ισχύει ως προς το νόμιμο / νομότυπο των ως άνω διατάξεων.

Ως προς το νομότυπο – νόμιμο ή συνταγματικώς ορθό των ως άνω νομοθετικών διατάξεων, του Ν. 4174/2013, Ν. 4987/2022 & Ν. 5104/2024, σημειώνουμε τα εξής,

→ Καταρχήν η προσθήκη αρχικά του άρθρου 15 Α είναι απολύτως νόμιμη και αυτό διότι συμπεριλήφθηκε στον ίδιο νόμο προκειμένου να αντικαταστήσει εν ευθέτω χρόνο το άρθρο 14 του ίδιου νόμου (ΜΥΦ).

→ Η έκδοση όμως της Α.1138/2020, παρότι νομότυπη, είναι μη νόμιμη και αυτό διότι δρα καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής της διάταξης, από την στιγμή που παρεμβαίνει στο περιεχόμενο και στην ουσία άλλων νόμων όπως αναφέρουμε στην αρχή (ΕΛΠ, ΦΠΑ, ΚΦΕ).

→ Οι μετέπειτα τροποποιήσεις του άρθρου 15 Α (περί αποδεκτών φορολογητέων πράξεων εσόδων – εξόδων βάσει διαβίβασης) είναι μεν νομότυπες, αλλά εντελώς παράτυπες και παράνομες νομοθετικά, γιατί έμμεσα και ουσιαστικά καταργούν τους βασικούς φορολογικούς νόμους που ορίζουν ρητώς αυτές τις πράξεις (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ) και είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής του νόμου στον οποίον περιλαμβάνονται (ΚΦΔ). Το αυτό φυσικά ισχύει για τις βάσει των τροποποιήσεων εκδοθείσες αποφάσεις (Α.1020/2024 & Α.1108/2024).
 

ΣΤ. Ποιο το αποτέλεσμα ως προς την χειραγώγηση της οικονομικής δραστηριότητας.

Είναι γεγονός ότι η κρατική αρχή δικαίως απαιτεί εκ των προτέρων κάποια πληροφοριακά στοιχεία προκειμένου να αντιμετωπίσει έντονες παραβατικές συμπεριφορές. Όμως άλλο αυτό και άλλο να το απαιτεί για το σύνολο ουσιαστικά της οικονομικής δραστηριότητας. Εδώ πάμε πλέον σε καταστάσεις ΠΛΗΡΟΥΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ της επιχειρηματικής δραστηριότητας από το κράτος, πράγμα πρωτοφανές για δυτική οικονομία.

Επιπλέον με τις καινούργιες νομοθετικές παρεμβάσεις, δημιουργήθηκε και η έννοια του ΠΑΡΟΧΟΥ (προαιρετικά εν πρώτοις για την διαβίβαση των δεδομένων των επιχειρήσεων στα ηλεκτρονικά βιβλία), όμως προς τα εκεί οδηγούνται μοιραία η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, λόγω της πληθώρας και των ελλιπέστατων – αλληλοσυγκρουόμενων εγκυκλίων και αποφάσεων που έχουν εκδοθεί για την εφαρμογή αυτών.

Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν και δημιουργούν σημαντικό και μόνιμο οικονομικό κόστος στις επιχειρήσεις και στους λογιστές, πέραν της επιπρόσθετης εργασιακής απασχόλησης, που πλέον αδυνατούν να αναλάβουν οι φορείς αυτοί. Και να σημειωθεί εδώ ότι, όταν αναλήφθηκε το εγχείρημα των ηλεκτρονικών βιβλίων, ουδέποτε παρουσιάστηκε, παρότι ζητήθηκε επίμονα από τους επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς, η μελέτη σκοπιμότητας που να επιβεβαιώνει την σχέση κόστους – οφέλους για όλους τους εμπλεκόμενους του εγχειρήματος. Επίσης να σημειωθεί πως, πολύ αργότερα σε δημόσια συνέντευξη είχε γίνει γνωστό, από επίσημα χείλη πως δεν υπήρχε τέτοια μελέτη.

Να τονίσουμε εδώ δε και το γεγονός ότι η έννοια των επιχειρήσεων λογισμικού και των παρόχων (που ουσιαστικά ταυτίζονται) έχει ευτελιστεί οικονομικά ως προς τις συνθήκες του ανταγωνισμού, καθότι στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας η αναφορά του πλήθους των εταιρειών αυτών έχει περιοριστεί σε κάποιες κύριες εταιρείες και μερικές εταιρείες δευτερευούσης σημασίας. Εδώ εμπίπτει και η έννοια της επιπλέον χειραγώγησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από ιδιωτικά μονοπώλια – ολιγοπώλια.

Ζ. Και τελικά τι ισχύει ως προς την συνταγματικότητα των διατάξεων αυτών και των επακόλουθων αποφάσεων.

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. ΦΕΚ 211/Α’/24-12-2019

KΕΦAΛAIO ΠΕMΠΤO. Νομοθετική λειτουργία της Bουλής.

Άρθρο 74, παράγραφος 5. …… Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν εισάγεται για συζήτηση. Προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση.

KΕΦAΛAIO ΕKΤO. Φορολογία και δημοσιονομική διαχείριση.

Άρθρο 78, παράγραφος 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης.

 

Α. Γενικός λόγος αντισυνταγματικότητας.

Ο ΚΦΔ, ν. 4174/2013 και οι μετέπειτα αυτού 4987/2022 & 5104/2024, είναι βάσει του σκοπού του, ο νόμος ο οποίος επεμβαίνει μετά την εφαρμογή των βασικών τυπικών – ουσιαστικών νόμων (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ κλπ). Ελέγχει την ορθή εφαρμογή των νόμων αυτών και σε καμία περίπτωση δεν επεμβαίνει στο περιεχόμενο αυτών. Στην δε περίπτωση μας, δεν μπορεί να επιβάλλει ή να διαφοροποιήσει, ούτε άλλη φορολογητέα ύλη, ούτε άλλη δηλωτική διαδικασία, ούτε άλλα λογιστικά αρχεία επιχειρήσεων, πέραν αυτών που καθορίζουν οι τυπικοί ως άνω νόμοι (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ κλπ). Κατά συνέπεια, οι παράγραφοι 2 & 3 του άρθρου 15Α του ΚΦΔ που θεσπίστηκαν με τον ν. 5073/2023 και οι αντίστοιχες μετέπειτα, είναι εκτός αντικειμένου του νόμου αυτού και πλήρως αντίθετες με τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις.

 

Β. Ειδικότεροι λόγοι αντισυνταγματικότητας.

1ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Η βάσει της αρχικής παραγράφου 2 ( άρθρο 15Α ν. 4174/2013) εκδοθείσα Α.1138/2020, είναι από την πρώτη της έκδοση πέραν της εξουσιοδοτικής διάταξης του νόμου. Και μόνον που καθόρισε έμμεσα δεύτερα βιβλία (ηλεκτρονικά βιβλία-mydata) έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα ΕΛΠ τα οποία είναι και τα μόνα αρμόδια για τα βιβλία των επιχειρήσεων. Και σε καμία περίπτωση το άρθρο 1 στο οποίο αφορά, δεν υποκρύπτει ή υπονοεί την δημιουργία δεύτερων βιβλίων.

2ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Η παράγραφος 2 στην μετέπειτα μορφή της (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 16 ν. 5104/2024), πέραν της δεδομένης ασάφειας της (… δεν δύναται να υπολείπεται αυτών που προκύπτουν από τα παραστατικά που έχουν διαβιβασθεί ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ … Σ.Σ. άρα αν υπερβαίνουν τα έσοδα ή υπολείπονται των εξόδων γίνονται δεκτά !!!!!), επεμβαίνει στους μοναδικούς τυπικούς και ουσιαστικούς νόμους (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ) που καθορίζουν ρητώς και χωρίς παρέκκλιση τι εκπίπτεται / αποδίδεται φορολογικώς και τι θα περιλαμβάνεται υποχρεωτικώς στις υποβαλλόμενες δηλώσεις των επιχειρήσεων.

3ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Η παράγραφος 2 στην μετέπειτα μορφή της (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 16 ν. 5104/2024), και μόνον που επιβάλει την καθ’ υπόδειξη των «δεύτερων» ηλεκτρονικών βιβλίων (mydata) υποβολή των δηλωτικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, επεμβαίνει νομοθετικώς ανεπίτρεπτα στο περιεχόμενο των νόμων (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ) που ορίζουν επακριβώς και χωρίς παρέκκλιση το περιεχόμενο των δηλωτικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων.

4ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Το τι φορολογικώς εκπίπτει σε κάθε περίπτωση, ορίζουν ρητώς και χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση οι σχετικοί νόμοι (ΚΦΕ, ΦΠΑ στην προκειμένη περίπτωση). Η παράγραφος 2 στην μετέπειτα μορφή της (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 16 ν. 5104/2024), πέραν του γεγονότος ότι υπερβαίνει τα όρια του νόμου στον οποίο περιλαμβάνεται, καθορίζει και ασαφώς φορολογητέα ύλη, πράγμα συνταγματικώς ανεπίτρεπτο.

5ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Η μετέπειτα προσθήκη της περίπτωσης β) της παραγράφου 3 (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 83 ν. 5104/2024), προσθήκη που αφορά νομοθετική εξουσιοδοτική διάταξη, ουσιαστικά προσδιορίζει φορολογητέα ύλη, πράγμα συνταγματικώς ανεπίτρεπτο.

6ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Η μετέπειτα προσθήκη της περίπτωσης α) της παραγράφου 3 (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 83 ν. 5104/2024), προσθήκη που αφορά νομοθετική εξουσιοδοτική διάταξη , (…… και οι εξαιρέσεις από την εφαρμογή της διάταξης για κλάδους δραστηριοτήτων, για όσο χρόνο οι αντίστοιχες επιχειρήσεις δεν διαθέτουν μηχανοργάνωση που επιτρέπει την ηλεκτρονική τήρηση και διαβίβαση δεδομένων …), οδηγεί μέσω των εκδοθέντων αποφάσεων, επιχειρήσεις που δεν τις υποχρεώνουν τα ΕΛΠ σε μηχανοργάνωση, στην ηλεκτρονική αποστολή αυτών των στοιχείων μέσω τρίτων (λογιστικά γραφεία), ενώ θα έπρεπε βάσει νόμου να εξαιρούνται, πράγμα συνταγματικώς ανεπίτρεπτο.

7ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Η μετέπειτα προσθήκη της περίπτωσης α) της παραγράφου 3 (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 83 ν. 5104/2024), προσθήκη που αφορά νομοθετική εξουσιοδοτική διάταξη , οδηγεί επίσης μέσω των εκδοθέντων αποφάσεων, επιχειρήσεις που δεν τις υποχρεώνουν τα ΕΛΠ σε μηχανοργάνωση (λόγω μεγέθους και κόστους), εμμέσως προς αυτή την κατεύθυνση λόγω της μη εφαρμογής υποχρεωτικά της εξαίρεσης, επεμβαίνοντας έτσι έμμεσα και αγνοώντας τα ΕΛΠ, στα οποία δεν περιλαμβάνεται τέτοια διάταξη υποχρεωτικής ηλεκτρονικής τήρησης δεδομένων, πράγμα συνταγματικώς απαράδεκτο.

8ος λόγος αντισυνταγματικότητας.

Και τέλος, η παράγραφος 2 στην μετέπειτα μορφή της (άρθρα 15Α ν. 4987/2022 & 16 ν. 5104/2024), έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Ενωσιακό Δίκαιο. Οι Οδηγίες περί Φ.Π.Α. διασφαλίζουν το δικαίωμα έκπτωσης, εφόσον η ουσία της συναλλαγής είναι πραγματική, ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί διαδικαστικοί τύποι που έχουν θέσει τα Κράτη-Μέλη. Με το κλείδωμα των δηλώσεων Φ.Π.Α. η Ελλάδα ουσιαστικά περιορίζει το δικαίωμα έκπτωσης σε συναλλαγές στις οποίες η πραγματοποίηση δεν αμφισβητείται και η τιμολόγηση ήταν νόμιμη.

 

Και το Ερώτημα.

→ Γιατί οι επίμαχες ως άνω νομοθετικές διατάξεις του ΚΦΔ δεν συμπεριλήφθηκαν στους νόμους που αφορούν (ΚΦΕ, ΦΠΑ, ΕΛΠ) και δεν αναπροσαρμόστηκαν οι θιγόμενοι νόμοι στην συνολική τους εφαρμογή;

Η πρώτη απάντηση είναι απλή και περιγράφηκε παραπάνω. Η αντίθεση των διατάξεων αυτών με το Ενωσιακό Δίκαιο, πράγμα που σημαίνει ότι αν οι διατάξεις αυτές είχαν συμπεριληφθεί στους επιμέρους νόμους, θα υπήρχε ευθεία αντίθεση αυτών με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, με ότι αυτό συνεπάγεται. Προτιμήθηκε λοιπόν κατά τα φαινόμενα η έμμεση νομοθέτηση των διατάξεων αυτών, για να «κουκουλωθεί» η εμφανής αντίθεση.

 

Και η Λύση.

Επειδή δεν πρέπει να γίνεται κριτική χωρίς προτάσεις, στον αντίλογο των ισχυρισμών της Δημόσιας Αρχής για τα περί πάταξης της φοροδιαφυγής, παραθέτω συγκεκριμένη – ολοκληρωμένη πρόταση, απόλυτα σύμφωνη με την υφιστάμενη φορολογική νομοθεσία, πολύ εύχρηστη στην εφαρμογή της και το σημαντικότερο, με χωρίς ουσιαστικό οικονομικό κόστος για τις επιχειρήσεις που έχουν ακόμη και στοιχειώδη μηχανοργάνωση ή πολύ χαμηλό κόστος για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Ναι στην εφαρμογή των mydata (αφού ήλθαν) με τις παρακάτω προϋποθέσεις,

1. Αποστολή μόνο των εσόδων που προκύπτουν από τα εκδιδόμενα παραστατικά των επιχειρήσεων, τίποτε άλλα.

2. Αποστολή με απλούστερο τρόπο και περιεχόμενο, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τα ΕΛΠ (όπως οι ΜΥΦ με επιπλέον στοιχεία παρακρατούμενων φόρων και αναλυτική αποστολή).

3. Αποστολή σε χρόνο απόλυτα συμβατό με τον χρόνο ενημέρωσης των βιβλίων βάσει ΕΛΠ και κλείδωμα της αποστολής στον ίδιο χρόνο προς εξασφάλιση της μοναδικότητας των εκδοθέντων στοιχείων.

4. Εξάρτηση της υποβολής δήλωσης ΦΠΑ με την υποβολή των στοιχείων εσόδων στο mydata και υποχρεωτικής συμφωνίας αυτών.

Με τον τρόπο αυτό, η φορολογική αρχή θα έχει την δυνατότητα να κάνει τις απαραίτητες διασταυρώσεις σε ανεκτό χρόνο και σε συνδυασμό με τις άλλες πηγές πρωτογενών φορολογικών πληροφοριών (εσωτερική διασύνδεση υπηρεσιών), θα έχει τουλάχιστον 4 φορές μέσα σε κάθε χρήση (λόγω απλογραφικών – διπλογραφικών βιβλίων), την πλήρη φορολογική εικόνα των επιχειρήσεων στην δική της βάση, για σύγκριση με αυτήν των δηλωτικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και θα δρα ανάλογα.

Επιπλέον να θεσμοθετηθεί η υποχρέωση των επιχειρήσεων για συμφωνία – ως προς τον ΦΠΑ – των εξόδων mydata που τους αφορούν με το περιεχόμενο των βιβλίων τους, με τεκμηριωμένη αναφορά των αποκλίσεων που προκύπτουν. Στις ενδιάμεσες φορολογικές περιόδους ΦΠΑ ή θα γίνεται διόρθωση των αποκλίσεων αυτών ή αναφορά αυτών αναλόγως μεγέθους μέχρι το τέλος της επόμενης φορολογικής περιόδου. Η τελική αναφορά για κάθε φορολογική χρήση θα γίνεται αυστηρώς μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επομένου έτους, επί ποινή παράβασης μη προσβαλλόμενης, την αυτοδίκαια εκ μέρους της φορολογικής αρχής θεώρηση των μη τεκμηριωμένων διαφορών ως εικονικές συναλλαγές, χωρίς δυνατότητα ανταπόδειξης από πλευράς επιχείρησης.

Με τον τρόπο αυτό η φορολογική αρχή θα έχει στην δική της ηλεκτρονική βάση σχηματισμένες ανά τρίμηνο τουλάχιστον όλες τις διαφορές και θα μπορεί να δράσει ανάλογα και άμεσα, σύμφωνα με βάση όσα προβλέπονται από τον ΚΦΔ. Αυτός είναι ο ρόλος της φορολογικής αρχής και αυτό είναι το εργαλείο της, ο ΚΦΔ, αρκεί να τον χρησιμοποιήσει ορθολογικά και όχι ανορθόδοξα όπως επιχειρεί με τα «δεύτερα» ηλεκτρονικά βιβλία και την ηλεκτρονική τιμολόγηση. Η φορολογική αρχή οφείλει να διασφαλίσει την μη δυνατότητα αλλοίωσης των εκδοθέντων παραστατικών για κάθε τυχόν μελλοντικό έλεγχο, τίποτε άλλο. Η σε πραγματικό ή σχεδόν πραγματικό χρόνο, κεντρική αναφορά (ασφυκτικός έλεγχος ουσιαστικά) όλων των εκδιδόμενων παραστατικών της ελληνικής οικονομίας προς χάριν δήθεν της πάταξης της φοροδιαφυγής, σε δύο πράγματα παραπέμπει,

→ Την χειραγώγηση του συνόλου της επιχειρηματικότητας, πράγμα ανεπίτρεπτο για δυτική δημοκρατία, και

→ Την εκ προοιμίου θεώρηση όλων των επιχειρήσεων και επιχειρηματιών ως εν δυνάμει φοροφυγάδες.

 

Επίλογος.

Μια δεύτερη εις βάθος ανάγνωση όλων των προεκτεθέντων όμως, αποκαλύπτει και άλλα σημαντικά ζητήματα.

Κατ αρχήν τα myData είναι μια άκρως μηχανογραφική εφαρμογή (όχι λογιστική) τον σχεδιασμό της οποίας ανέλαβαν εταιρείες λογισμικού ερήμην του ΟΕΕ. Όταν στην πορεία οι σχεδιαστές του συστήματος διαπίστωσαν ότι το όλο εγχείρημα ήταν δαιδαλώδες και χρονικά ανέφικτο, απευθύνθηκαν στο ΟΕΕ με στόχο όχι να το επανασχεδιάσουν σωστά, αλλά ουσιαστικά να «αναγκάσουν» τους λογιστές να δουλεύουν ώρες ατελείωτες προκειμένου να εφαρμοστεί ότι αυτοί από την αρχή σχεδίαζαν.

Ο στόχος τους είναι ουσιαστικά ένας «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ BIG BROTHER», που να περιλαμβάνει όλη την ελληνική οικονομία σε κάθε φάση της και σε κάθε στιγμή της, δηλαδή η πλήρης ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας. Νομοθέτησαν και τον «ΠΑΡΟΧΟ», τον ενδιάμεσο αποστολέα, αυτόν δηλαδή που απλά διαβιβάζει τα δεδομένα που έχουν έτοιμα οι επιχειρήσεις και ουσιαστικά υποβίβασαν τον οικονομολόγο – λογιστή σε ΧΕΙΡΙΣΤΗ myData.

Όλα αυτά φυσικά με σημαντικό οικονομικό κόστος και μεγάλη απώλεια παραγωγικού χρόνου για τις επιχειρήσεις και τους λογιστές. Στον αντίποδα δε έχουμε τα τεράστια έσοδα των εταιριών μηχανογράφησης και των παρόχων. Έτσι εξηγείται γιατί δεν δόθηκε ποτέ στην δημοσιότητα, παρότι ζητήθηκε επίμονα από τους επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς, η μελέτη σκοπιμότητας που να επιβεβαιώνει την σχέση κόστους – οφέλους για όλους τους εμπλεκόμενους του εγχειρήματος, αφού ΔΕΝ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΠΟΤΕ.

Και στο δια ταύτα, από την στιγμή που οι λογιστές θα έχουν κάνει όλη την «λάντζα» για την λειτουργία του συστήματος myData, ο μεν λογιστικός κλάδος μοιραία θα οδηγηθεί σε συρρίκνωση με ταυτόχρονη ύπαρξη κάποιων μεγάλων λογιστικών – φοροτεχνικών γραφείων ανά την Ελλάδα ( ή και οι ίδιοι οι πάροχοι – μεγάλες εταιρείες λογισμικού), που θα παίρνουν πακέτο όλο το μέχρι σήμερα φάσμα των λογιστικών – φοροτεχνικών εργασιών, αφού ουσιαστικά θα υπάρχουν μόνον τα mydata, οι δε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, η ραχοκοκαλιά της εθνικής μας οικονομίας, θα συρρικνωθούν δραματικά προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, με όλα τα συνεπακόλουθα ως προς την απασχόληση και το ατομικό εισόδημα των σημερινών επαγγελματιών και επιστημόνων.

Εδώ λοιπόν έρχεται και ο ρόλος του ΟΕΕ. Βάσει του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου και εφ’ όσον η πολιτεία ήθελε να σχεδιάσει ένα τέτοιο ή όποιο άλλο σύστημα, όφειλε να απευθυνθεί αρχικά και πρωτίστως στο ΟΕΕ, τον θεσμοθετημένο οικονομικό της σύμβουλο, προκειμένου υπό τις κατευθύνσεις του να σχεδιαστεί το οτιδήποτε. Από την στιγμή όμως που το ΟΕΕ δεν είχε καμία συμμετοχή στον σχεδιασμό του συστήματος αυτού αλλά εκ των υστέρων κλήθηκε να βάλλει «πλάτη» όπως προαναφέραμε, με δεδομένη και την τεκμηριωμένη αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των επιστημόνων – μελών του στην φιλοσοφία και τον τρόπο εφαρμογής του εν λόγω συστήματος, όφειλε να πράξει διαφορετικά και σύμφωνα με όσα επιτάσσει ο καταστατικός του νόμος.

Έστω και τώρα λοιπόν το ΟΕΕ, μέσω της νομικής οδού, οφείλει να διακριβώσει την ορθότητα και νομιμότητα των όσων «βιαίως» και σε ασφυκτικά περιορισμένους χρόνους επιχειρούνται να εφαρμοστούν από την φορολογική αρχή, ασκώντας όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την θεσμική του υποχρέωση για την προστασία των μελών του και της οικονομίας.

Πηγή : www.taxheaven.gr