ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τον α.ν. 539/1945 καθιερώνεται για τους εργαζόμενους το δικαίωμα λήψης κατ’ έτος άδειας αναψυχής, χωρίς της στέρηση του μισθού τους. Τούτη η διάταξη σκοπεί προφανώς στη διασφάλιση ενός ικανού διαστήματος απουσίας από την εργασία, με παράλληλη εξασφάλιση του βιοπορισμού τους, ώστε να είναι σε θέση να ανακτήσουν τις σωματικές και πνευματικές τους δυνάμεις που απώλεσαν στη διάρκεια του έτους, αποτελεί δηλαδή ρύθμιση που σκοπεί στην προστασία της υγείας και ασφάλειάς τους. Μάλιστα, ο νομοθέτης καθιερώνει στο διάστημα αυτό, ενισχύοντας σημαντικά την παρεχόμενη προστασία, ειδική απόλυτη απαγόρευση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Τούτη η παρεχόμενη από τον α.ν. 539/1945 προστασία φαίνεται να διαρρήχθηκε με την όλως πρόσφατη υπ’ αριθ. 296/2024 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ως νόμιμη η καταγγελία σύμβασης εργαζόμενου ενόσω βρισκόταν σε άδεια αναψυχής, παραδοχή η οποία χρήζει περαιτέρω οπωσδήποτε περαιτέρω διερεύνησης.
Η ΕΠΙΒΑΛΟΜΕΝΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του α.ν. 539/1945, «Απαγορεύεται εις τον εργοδότην ν’ απολύση τον μισθωτόν, διαρκούσης της χορηγηθείσης εις τούτον αδείας». Τούτη η ρύθμιση έρχεται να δράσει ενισχυτικά προς διασφάλιση του σκοπού που καλείται να εκπληρώσει η παρεχόμενη άδεια αναψυχής, ήτοι τη σωματική και πνευματική αποσυμπίεση των εργαζομένων από τη διαρκή παροχή των υπηρεσιών τους στον εργοδότη. Η παρεχόμενη από το νομοθέτη προστασία δε θα ήταν πλήρης, εάν οι εργαζόμενοι ήταν αντιμέτωποι με μια ενδεχόμενη καταγγελία της σύμβασής τους από τον εργοδότη, κάτι που θα μπορούσε να δυναμιτίσει και την ίδια την εν τοις πράγμασι λήψη της άδειας. Υπό την απειλή της καταγγελίας της σύμβασης, με όλες τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να αναγκαστούν να μην απολαύσουν την νόμιμη άδεια αναψυχής που δικαιούνται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι διατάξεις του α.ν. 539/1945 αποτελούν διατάξεις δημόσιας τάξης, επομένως δε μπορούν να αποκλειστούν με αντίθετη συμφωνία των μερών.
Ασφαλώς, η διατύπωση του νόμου δεν καταλείπει σημαντικά περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης. Η εν λόγω απαγόρευση από την απόλυση καταλαμβάνει μόνον την άδεια αναψυχής και όχι οιοδήποτε άλλο είδος άδειας, λ.χ. αναρρωτική, με την επιφύλαξη ασφαλώς ειδικότερων διατάξεων (λ.χ. τις διατάξεις για την προστασία της μητρότητας).
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
Το Μονομελές Εφετείο Πατρών κλήθηκε να διαγνώσει την εγκυρότητα της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζόμενου, ο οποίος απολύθηκε ενώ απολάμβανε ημέρες άδειας αναψυχής όχι τρέχοντος έτους, αλλά προηγούμενων ετών σωρευτικά, δυνάμει σχετικής συμφωνίας του με τον εργοδότη. Μεταφέρθηκε δηλαδή η μη ληφθείσα άδεια αναψυχής ετών 2018 – 2020 σωρευτικά σε επόμενο έτος, βάσει άτυπης συμφωνίας μεταξύ των μερών. Κατά την κρίση του εφετείου, με δεδομένο πως οι διατάξεις του α.ν. 539/1945 αποτελούν διατάξεις δημόσιας τάξης, τούτη η συμφωνία μεταξύ των μερών περί μεταφοράς των ημερών άδειας σε επόμενο έτος, είναι άκυρη, με αποτέλεσμα να μη φέρουν αυτές τον χαρακτήρα κανονικής άδειας. Τούτου λεχθέντος, απόλυση κατά τη λήψη άδειας η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα της άδειας αναψυχής, είναι επιτρεπτή και άρα νόμιμη, παρέχοντας έτσι μια οριστική απάντηση, ενόψει της τελεσίδικης κρίσης του, στη μεταχείριση τέτοιων περιπτώσεων μεταφοράς της μη ληφθείσας άδειας σε επόμενα έτη, πρακτική ιδιαίτερα συνήθης, ως προς τη νομιμότητα της απόλυσης στη διάρκεια της λήψης της.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, η άδεια αναψυχής είναι ετήσια και ως τέτοια πρέπει να χορηγείται μέσα στο αυτό ημερολογιακό έτος και σε κάθε περίπτωση, μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους (άρθρο 61 ν. 4808/2021). Ο νομοθέτης επομένως δεν καταλείπει περιθώρια μεταφοράς της μη ληφθείσας άδειας πέραν του ως άνω απώτατου χρονικού διαστήματος, προβλέποντας μάλιστα και σχετικές κυρώσεις, ήτοι την τροπή της αξίωσης λήψης της μη ληφθείσας άδειας σε χρηματική αποζημίωση, η οποία μάλιστα παρέχεται προσαυξημένη κατά 100%, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του εργοδότη.
Τον ως άνω περιορισμό ως προς τη δυνατότητα μεταφοράς των μη ληφθεισών ημερών κανονικής άδειας έχει ήδη εκφράσει και ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με τον οποίο η μεταφορά άδειας αναψυχής σε επόμενο έτος από αυτό στο οποίο αφορά απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αυτή ζητείται από τον ίδιο τον εργαζόμενο, αποκλειόμενης της εφαρμογής κάθε σχετικής συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οποία σε κάθε περίπτωση θα είναι ανίσχυρη. Κατά τις πάγιες παραδοχές του Αρείου Πάγου, η αξίωση για αυτούσια λήψη των ημερών άδειας αναψυχής χάνεται με το πέρας του έτους εντός του οποίου αυτή θα έπρεπε να δοθεί (ή έστω με το πέρας της 31ης Μαρτίου του επόμενου έτους από αυτό που αφορά) (ενδεικτικά ΑΠ 455/2010, ΕΕργΔ 2010, 1386, με σχόλιο Τσιμπούκη Χρ.· ΑΠ 1305/2008, ΔΕΝ 2008, 1444· ΑΠ 1234/2003 ΕΕργΔ 2004, 210).
Το Εφετείο Πατρών επομένως, κρίνοντας ως άκυρη τη σχετική συμφωνία για τη μεταφορά των ημερών άδειας ετών 2018-2020 που δεν είχαν ληφθεί, στο έτος 2021, εφάρμοσε όσα παγίως δέχεται η νομολογία του Αρείου Πάγου και εφόσον μια τέτοια συμφωνία είναι ανίσχυρη, μοιραία ο εργαζόμενος θεωρείται πως δεν απουσιάζει λόγω λήψεως άδειας αναψυχής, γεγονός που δεν επιτρέπει την εφαρμογή της απαγόρευσης απόλυσης του εργαζόμενου. Μολονότι μια τέτοια κρίση είναι de lege lata ορθή, εντούτοις οδηγεί σε ανεπιεική για τον εργαζόμενο αποτελέσματα, αφού μετριάζει σημαντικά την παρεχόμενη σε αυτόν προστασία από την απόλυση. Σκοπός της εν λόγω απαγόρευσης αποτελεί, όπως αναφέρουμε και ανωτέρω, η αποτροπή του αιφνιδιασμού του εργαζόμενου ή της αξιοποίησης του μέτρου της απόλυσης ως δαμόκλειο σπάθη, υπό την οποία ο εργαζόμενος θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει και να μη λάβει πραγματικά τις ημέρες άδειας αναψυχής που δικαιούται, συνεχίζοντας να παρέχει τις υπηρεσίες του. Η εν λόγω παρεχόμενη προστασία θα έπρεπε να αποσυνδεθεί από την ενδεχόμενη ακυρότητα σχετικής συμφωνίας μεταφοράς των ημερών μη ληφθείσας άδειας, ώστε ακόμη και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος (ακύρως) λαμβάνει σωρευτικά ημέρες άδειας αναψυχής, που δεν έλαβε κατά το προηγούμενό ή τα προηγούμενα έτη, να μη στερείται της προστασίας που ο νόμος προσφέρει.
Εξάλλου, μολονότι η σχετική συμφωνία κρίνεται ως άκυρη από τη νομολογία, εντούτοις εν τοις πράγμασι ως τέτοια εξακολουθεί να παρέχεται στον εργαζόμενο, χωρίς να έχει απωλέσει τη σημασία της ως προς την προστασία της υγείας και της ασφάλειάς του εκ του γεγονότος ότι απλώς παρέχεται σε επόμενο έτος από το προσήκον και νομοθετικά δε χαρακτηρίζεται ως «άδεια αναψυχής». Θα ήταν δηλαδή θεμιτή η επέκταση της εν λόγω προστασίας και στην ως άνω περίπτωση (συχνή στην πράξη), την οποία αντιμετώπισε το Εφετείο, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως πολλές φορές η παρεχόμενη συναίνεση από τον εργαζόμενο στη μεταφορά αυτών των ημερών άδειας σε επόμενα έτη και τη μη λήψη της κατά το προσήκον έτος (ή έστω ως την 31η Μαρτίου του ακόλουθου) δεν αποδίδει την πραγματική βούλησή του. Είναι ανεπιεικές δηλαδή να αναγκάζεται ο εργαζόμενος, λόγω της διαπραγματευτικής του μειονεξίας έναντι του εργοδότη, στην τήρηση αυτής της άτυπης (και άκυρης) κατά τη νομολογία συμφωνίας και συνάμα να είναι απροστάτευτος από μια ενδεχόμενη καταγγελία της σύμβασής του κατά το χρονικό αυτό διάστημα.
Συντάκτης: Ιωάννης Γερέλκης, Ασκούμενος Δικηγόρος, www.grammenoslegal.gr
Πηγή : www.taxheaven.gr